Κάτω στη Δάφνη-ποταμό, στη Δαφνοποταμίδα,
Τούρκοι περάσαν και πολλοί, τριακόσιοι Γιανιτσάροι
Και σέρνουν και μια λυγερή, του Μώρο τη γυναίκα.
Τσιμπούν την και φιλούν τηνε και μασκαρευγουνέ ντην,
Κι η μάννα τση των ακλουθά τζαγκουρνομαδισμένη.
Κι' ο Μώρος ήτο στα βουνά, κι απάνω στη Μαδάρα,
Σαν όνειρο 'νειρεύτηκε, σαν άνθρωπος του το 'πε,
- Μώρο μου, τη γυναίκα σου οι Τούρκοι την επήραν,
Τσιμπούν την και φιλούν τηνε και μασκαρευγουνέ ντην,
Δρυμειά φωνήν την έσυρεν ο για να την ακούσεις,
Μώρο μου να 'σoυv στ' οβγορο θα ράιζ' η καρδιά σου.
Κι ο Μώρος εκατέβηκε μ' εξήντα παλικάρια,
Εις τη μποσκάδα τσοι 'πιασε, τη λυγερήν επήρε,
Κι' εμπήκε κ' εις τον πόλεμο με το σπαθί στη χέρα.
Δευτέρα 8 Μαρτίου 2010
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου